μαγγάνιο

μαγγάνιο
Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Mn. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 25, ατομική μάζα 54,94 και ένα σταθερό ισότοπο με μαζικό αριθμό 55. Είναι ένα από τα στοιχεία μεταπτώσεως. Το μ. είναι μέταλλο ανοιχτού γκρίζου χρώματος, πολύ εύθρυπτο και σκληρό, που οξειδώνεται εύκολα στον ατμοσφαιρικό αέρα. Είναι διαλυτό στα οξέα και αντιδρά ευθέως με τα αλογόνα. Στη μεταλλική κατάσταση έχει ειδικό βάρος 7,43, σκληρότητα 5 στην κλίμακα MOS και τήκεται στους 1.244°C. Σε αναλογία με τον σίδηρο, με τον οποίο έχει πολλές κοινές ιδιότητες, το μ. υπάρχει σε 4 αλλοτροπικές μορφές: α, β, γ, δ. Η μετάβασή του από τη μορφή α στις διαδοχικές β, γ και δ, γίνεται με θέρμανση στους 730, 1.100 και 1.140°C, αντίστοιχα· η α μορφή είναι η πιο σταθερή σε θερμοκρασία δωματίου. Στις ενώσεις, το μ. παρουσιάζεται σε έξι διαφορετικούς βαθμούς οξείδωσης: -1, 0, 2, 3, 4, 6 και 7. Οι τριδύναμες και εξαδύναμες μορφές του υπόκεινται εύκολα σε αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής σε όξινο περιβάλλον, γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στις αναλύσεις και στη βιομηχανία. Το μ. είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση –αποτελεί το δωδέκατο πιο διαδεδομένο στοιχείο στον φλοιό της Γης– και συναντάται σε μικρές ποσότητες μέσα σε διάφορα ορυκτά, όπως στον βραουνίτη, στον μαγγανίτη, στον ροδοχρωσίτη (MnCO3) και στον πυρολουσίτη (MnO2), ο οποίος ανακαλύφθηκε και χρησιμοποιήθηκε στο απώτερο παρελθόν, όπως αναφέρεται και από τον Πλίνιο. Απαντάται επίσης ως ιχνοστοιχείο σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, όπου συνιστά απαραίτητο παράγοντα για τη δράση πολλών ενζύμων. Ανακαλύφθηκε το 1774 από τον Γιόχαν Γκότλιμπ Γκαν, ο οποίος το εξήγαγε από τον πυρολουσίτη. Το όχι υψηλής περιεκτικότητας μ. παράγεται με αναγωγή του πυρολουσίτη με άνθρακα ή με τη θερμοαργιλική μέθοδο. Για να επιτευχθεί καθαρό μ., που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μεταλλική κατάσταση, χρησιμοποιείται η ηλεκτρολυτική μέθοδος, που ανακαλύφθηκε το 1930 και διαδόθηκε στη βιομηχανία το 1941. Εξαιτίας των χαρακτηριστικών του, το μ. σχηματίζει διάφορες σειρές παραγώγων, μεταξύ των οποίων το χλωριούχο και το θειικό μ., οι οποίοι έχουν τη μορφή κρυστάλλων απαλού ροζ χρώματος που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία της πορσελάνης και της κεραμικής· η στυπτηρία καλίου-μ., που χρησιμοποιείται ως στυπτικό· το διοξείδιο του μ., που χρησιμεύει ως οξειδωτικό και ως καταλύτης για την παρασκευή εγχρώμων γυαλιών και υδροχρωμάτων, για την αποφυγή πόλωσης στα ξηρά στοιχεία, για τη βαφή φυτικών ινών (υφαντουργία) και για την παρασκευή χυτοσιδήρου· το υπερμαγγανικό κάλλιο, με ιώδεις κρυστάλλους, που χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία και ως απολυμαντικό. Τα άλατα του εξασθενούς μ. και το υπερμαγγανικό άλας έχουν έντονες οξειδωτικές ιδιότητες, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται στα χημικά εργαστήρια, στην ιατρική ως απολυμαντικά, ως αποχρωστικά για τη λεύκανση και το σταμπάρισμα των υφασμάτων, στη χρωματουργία και στη μεταλλουργία. Τα ναφθενικά άλατα του μ. χρησιμοποιούνται ως καταλύτες της οξείδωσης πολλών ελαίων και ρητινών για βερνίκια και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται πολύ ως στεγνωτικά. Το μ., εκτός από τις χρήσεις του με τη μορφή ενώσεων, χρησιμοποιείται και στη μεταλλική του κατάσταση ως αντιοξειδωτικό στην κατεργασία του σιδήρου, προστίθεται επίσης στον χάλυβα, γιατί του προσδίδει ανθεκτικότητα, και χρησιμοποιείται στην παρασκευή ειδικών μειγμάτων χαλκού, αλουμινίου, ψευδαργύρου και νικελίου. Από τα ορυκτά στα οποία υπάρχει ως συστατικό μαγγάνιο, ιδιαίτερη σημασία έχει ο πυρολουσίτης· στη φωτογραφία, κρύσταλλοι πυρολουσίτη.
* * *
το
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Μn και ατομικό αριθμό 25 που χρησιμοποιείται ευρέως υπό μορφή κραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. manganese < ιταλ. manganese. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγγάνιο — το μέταλλο σκληρό και αρκετά εύθραυστο που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ειδικών χαλύβων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγγανικός — ή, ό (AM μαγγανικός, ή, όν) μαγγανευτικός νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο μαγγάνιο ή αυτός που περιέχει μαγγάνιο («μαγγανικό άλας) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὰ μαγγανικά τα μάγγανα 2. φρ. «μαγγανικὸν ξύλον» ή, απλώς, «μαγγανικόν»… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανιούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μαγγάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγάνιο + οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • διάλυμα — Ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων συστατικών. Τα δ. μπορεί να είναι υγρά (στερεό, υγρό ή αέριο σε υγρό), στερεά (στερεό σε στερεό, όπως π.χ. τα κράματα, ή και αέριο σε στερεό) και αέρια μείγματα. Το δ. αποτελείται από τον διαλύτη που είναι η… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”